Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βεβήλωση — η (AM βεβήλωσις) [βεβηλώ] το να βεβηλώνει, να μιαίνει κάποιος κάτι ιερό ή σεβαστό … Dictionary of Greek
μιάντης — μιάντης, ὁ (Α) [μιαίνω] αυτός που μιαίνει, που μολύνει, ο μιάστωρ* … Dictionary of Greek